- ἐρχομένης
- ἔρχομαιibopres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вънѧтисѧ — (8*), ВЪНЬМ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1. Услышать, воспринять: и вънемъсѩ прегрѣшении свои(х) достоино при˫атъ мѹкѹ (συνιείς) ГА XIII–XIV, 107г. 2. Загореться, зажечься (об огне): Аще кто стеблье хотѩ пожещи своѥѩ нивы. вложить в ню ѡгнь. ѡгнь же ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ληίς — ληΐς, ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α) (επικ. τού λεία) 1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο 2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱF ιδ (βλ.… … Dictionary of Greek